- βράσιμο
- το [βράζω]1. βράση, βρασμός2. ο ρογχώδης ήχος που βγαίνει από το στήθος κρυολογημένου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βράσιμο — το 1. η βράση, ο βρασμός. 2. μτφ., ο ρόγχος: Από το κρύωμα που έχω αρπάξει ακούγεται ένα βράσιμο στο στήθος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών … Dictionary of Greek
τεράμων — (I) ον, Α 1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός 2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς 3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει… … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… … Dictionary of Greek
έψηση — η (Α ἕψησις) [ἕψω] βράσιμο, μαγείρεμα νεοελλ. ψήσιμο αρχ. 1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση … Dictionary of Greek
αβγάτιστος — η, ο αυτός που δεν αυξάνει, δεν πληθαίνει κατά το βράσιμο «το ρύζι αυτό είναι αβγάτιστο». [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατιστός με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
αβγατερός — ή, ό (για τροφές) αυτός που αυξάνεται, που πληθύνεται με το βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω αβγατώ με την παραγ. κατάλ. ερός (πρβλ. κόφτω κοφτερός)] … Dictionary of Greek
αβρασιά — η [βράζω] έλλειψη βρασμού, δύσκολο βράσιμο … Dictionary of Greek